- παχυλός
- (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια που τελειώνουν σε αγκιστροειδείς αποφύσεις. Το χρώμα του είναι γαλαζόμαυρο με λευκά στίγματα στη ράχη.
* * *-ή, -ό / παχυλός, -ή, -όν, ΝΜνεοελλ.1. ο αρκετά παχύς, παχουλός, γεμάτος2. μτφ. ο άφθονος, περισσότερος ή μεγαλύτερος τού δέοντος («παχυλός μισθός»)3. πλήρης, παντελής ως προς μια ιδιότητα, συνήθως αρνητική («παχυλή αμάθεια»)μσν.λίγο ή κάπως παχύς.επίρρ...παχυλώς και παχυλά / παχυλῶς, ΝΜνεοελλ.περισσότερο τού δέοντος («αμείβεται παχυλώς»)μσν.χονδρικώς, κατά προσέγγιση, με γενικές λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + υποκορ. επίθημα -λο- (πρβλ. ηδ-ύλος, μικκ-ύλος). Στην Αρχαία μαρτυρείται μόνο το επίρρ. παχυλῶς, ενώ στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο Παχυλίων με τη μορφή pakuro2].
Dictionary of Greek. 2013.